- λακέρνιον
- λᾰκέρνιον, τό, Dim. of Lat.A lacerna, cloak, Fouilles de Doura-Europos 378.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λακέρνιον — λακέρνιον, τὸ (Α) (υποκορ. τ.) ρωμαϊκός μανδύας από χοντρό ύφασμα, μικρή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lacerna + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. lacernula «μικρή χλαίνη»)] … Dictionary of Greek